Γράφει ο Νίκος Μανιαδάκης καθηγητής Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας

Πρόσφατα, σε πολλές χώρες, για τον έλεγχο της εισόδου και χρήσης νέων φαρμάκων, χρησιμοποιούνται ευρέως οι επονομαζόμενες συμφωνίες ελέγχου της εσόδου ή επιμερισμού tou κινδύνου (managed entry risk sharing agreements). Οι κρατικοί φορείς συνάπτουν συμφωνίες με τις φαρμακοβιομηχανίες, προκειμένου να μοιραστούν τους κινδύνους και τα οφέλη από τη χρήση νέων φαρμάκων. Οι συμφωνίες αυτές είναι απαραίτητες για δύο λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με το γεγονός ότι κανείς δεν δύναται να γνωρίζει εκ των προτέρων την αποδοχή και τα οικονομικά αποτελέσματα ενός προϊόντος – οικονομική αβεβαιότητα. Ο δεύτερος αφορά το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει την αποτελεσματικότητα του κλινική αβεβαιότητα. Οι συμφωνίες αυτές εντάσσονται σε δύο κατηγορίες, αυτές που είναι καθαρά οικονομικές και αυτές που βασίζονται στα αποτελέσματα οφέλη της τεχνολογίας. Οι οικονομικές συμφωνίες αφορούν είτε τον κάθε ασθενή χωριστά, είτε το σύνολο τους. Στο σύνολο ίων ασθενών, η φαρμακοβιομηχανία δίνει ποσοστιαίες επιστροφές ή και το σύνολο, όταν επιτύχει ένα προκαθορισμένο επίπεδο πωλήσεων σε τζίρο ή σε ποσοστό της αγοράς. Σε επίπεδο ασθενούς, ο κατασκευαστής δίνει επιστροφές που αφορούν κάθε ασθενή χωριστά. Για παράδειγμα , δίνει εντελώς δωρεάν ή με έκπτωση τις πρώτες ή εναλλακτικά τις τελευταίες δόσεις μιας θεραπείας. Οι συμφωνίες που βασίζονται στα αποτελέσματα χωρίζονται σε δυο υποκατηγορίες. Στη μια συνάπτεται συμφωνία αποζημίωσης για ένα διάστημα, στο οποίο θα συλλεγούν στοιχεία από κατάλληλα σχεδιασμένες μελέτες παρατήρησης ή παρέμβασης για τα αποτελέσματα του φαρμάκου. Στη συνέχεια, η αποζημίωση εξαρτάται και επαναπροσδιορίζεται από τα αποτελέσματα, όπως αυτά έχουν αξιολογηθεί στην καθημερινή  πρακτική. Η άλλη ομάδα συμφωνιών βασίζεται στη μέτρηση των αποτελεσμάτων της φαρμακευτικής τεχνολογίας. Η φαρμακευτική επιχείρηση αποζημιώνεται μόνον για τους ασθενείς που το φάρμακο έχει αποδεδειγμένα επιτύχει ίαση, ποιότητα ή παράταση ζωής σε προκαθορισμένα επίπεδα και εφόσον αυτά δεν έχουν υλοποιηθεί, δεν αποζημιώνεται ή επιστρέφει υποχρεωτικά τα χρήματα στον δημόσιο φορέα. Για να υλοποιηθούν όσα προαναφέραμε, απαιτούνται γνώσεις, υποδομές, και εμπιστευτικότητα, θα πρέπει να υπάρχουν άτομα κατάλληλα καταρτισμένα, διαδικασίες και θεσμικό πλαίσιο. Επίσης απαιτούνται καλά πληροφοριακά συστήματα και μητρώα, με ία οποία θα παρακολουθούνται με αξιοπιστία τα αποτελέσματα της θεραπείας. Στη χώρα μας έχει ζητηθεί, στο πλαίσιο του μνημονίου, να εφαρμοστούν τέτοιου είδους συμφωνίες, ειδικότερα μετά το 2012, οπότε και επιτράπηκε η αθρόα είσοδος πολλών νέων, καινοτόμων αλλά ταυτόχρονα ακριβών φαρμάκων. Η μαζική είσοδος τους, η ανυπαρξία μηχανισμού αξιολόγησης τεχνολογίας υγείας, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία μηχανισμού σύνταξης συμφωνιών, και η υψηλή διείσδυσή τους, συνέβαλαν και εξακολουθούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην αλόγιστη αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης και στην υπέρβαση των στόχων. Δεν χρειάζεται να ανακαλυφθεί ο τροχός. Γειτονικές χώρες, όπως η Ιταλία, διαθέτουν εκτεταμένη εμπειρία, παραδείγματα, γνώσεις και υποδομές, από τα οποία μπορούμε εύκολα να ωφεληθούμε, μέσα από μια συμφωνία συνεργασίας. Τα άνω δύναται να εφαρμοστούν ασφαλώς και σε άλλες τεχνολογίες και υπηρεσίες υγείας.

ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ 16/04/2016